- αθροίζω
- (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω)συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζωνεοελλ.Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτωαρχ.Ι. ενεργ.1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω2. συσσωρεύω, θησαυρίζωΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από τον εαυτό μουΙΙΙ παθ. α. (με μέσ. σημ.)1. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι2. αυτοσυγκεντρώνομαι, συνέρχομαι, ανακτώ την πνευματική μου διαύγεια3. αυξάνομαι, γίνομαι μεγάλοςβ. (με ενεργ. σημ.)1. σχηματίζω κοινωνία2. σχηματίζω μερίδα, κόμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθροίζω < ἀθρο-ίζω < ἀθρό-ος (ἁθρό-ος) + κατάλ. -ίζω.ΠΑΡ. άθροισις (-η), άθροισμα, αθροιστικός].
Dictionary of Greek. 2013.